γλῶχες

γλῶχες
γλῶχες
Grammatical information: f. pl.
Meaning: `beard of corn' (Hes. Sc. 398).
Derivatives: S. γλῶσσα; γλωχί̄ς, γλωχί̄ν, -ῖνος (Hdn. 2,431,437) f. `end of the yoke-strap, of an arrow etc.' (Il.). γλωχινωτός (Paul. Aeg.).
Origin: IE [Indo-European] [402] *glōgʰ-s, *gl̥gʰ-ós `point'
Etymology: γλωχῑ́ς continues *-ih₂-s, with another development before consonant, than in γλῶσσα. - No certain cognates. The connection with SerbCS etc. glogъ `thorn' (Bezzenberger-Fick BB 6, 237) doubted by Machek Lingua Posnaniensis 2, 145.
Page in Frisk: 1,316

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γλῶχες — γλώξ beard of corn fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • глог — кизил, Cornus sanguinea (первонач., вероятно, боярышник ) и глод Crataegus Oxyacantha (возм., диссимилировано из глог или сближено с глодать), глоговина вид рябины , укр. глiг, род. п. глогу боярышник , болг. глогът – то же, сербохорв. гло̏г, род …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • γλωξ — γλώξ η (Α) (μόνο πληθ.) αἱ γλῶχες το γένι τού σταχιού, το άγανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. μαρτυρείται άπαξ στον πληθ. και αποτελεί τον πρωταρχικό τ. από τον οποίο προέρχονται τα γλώσσα, γλωχίν. Η σύνδεση με αρχ. σλαβ. glogŭ «αγκάθι»… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • πηρίν — και πηρίς, ῑνος, ἡ, Α ο σάκος τών όρχεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πήρα «δερμάτινος σάκος» + επίθημα ίν/ ίς (πρβλ. γλωχ ίν/ ίς: γλώξ, γλῶχες, ῥηγμ ίν/ ίς: ῥήγνυμι, σταμ ῖνες: ἵστημι, στάμ νος)] …   Dictionary of Greek

  • όσσα — I Παράκτιο όρος της ανατολικής Θεσσαλίας, συνέχεια στα Ν του Όλυμπου, από τον οποίο το χωρίζει η διαβρωσιγενής κοιλάδα των Τεμπών, που τη διαρρέει ο Πηνειός. Είναι επίσης γνωστό ως Κίσσαβος. Μια εγκάρσια κοιλάδα χωρίζει την Ό. σε δύο μέρη: στο… …   Dictionary of Greek

  • glōgh- : glǝgh- —     glōgh : glǝgh     English meaning: spike     Deutsche Übersetzung: ‘stachel, Spitze”     Material: Gk. γλῶχες “ spike of the ear “, γλωχΐς, ῖνος f. “cusp, peak”, γλῶσσα, Att. γλῶττα, Ion. γλάσσα “reed” (originally nom. *γλῶχι̯ᾱ gen.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”